δεξίμηλον — δεξίμηλος receiving sheep masc/fem acc sg δεξίμηλος receiving sheep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιμήλοις — δεξίμηλος receiving sheep masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιμήλου — δεξίμηλος receiving sheep masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιμήλων — δεξίμηλος receiving sheep masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξίμηλοι — δεξίμηλος receiving sheep masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξίμηλ' — δεξίμηλα , δεξίμηλος receiving sheep neut nom/voc/acc pl δεξίμηλε , δεξίμηλος receiving sheep masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξίλογος — η, ο όποιος δέχεται τη λογοδοσία κάποιου ή δικαιούται να ζητήσει λογοδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + λόγος < λόγος (πρβλ. δεξίδωρος, δεξιήνεμος, δεξίμηλος). Η λ. μαρτυρείται στους Ελληνικούς Κώδικες (αρχή… … Dictionary of Greek
μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων … Dictionary of Greek